- κουκούλωμα
- örtme, saklama
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κουκούλωμα — το [κουκουλώνω] 1. κάλυψη, σκέπασμα 2. μτφ. αναγκαστικός γάμος … Dictionary of Greek
κουκούλωμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κουκουλώνω, κάλυψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)